- ἐπίσταλμα
- ἐπίσταλμαcommissionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίσταλμα — ἐπίσταλμα, τὸ (AM) μσν. στον πληθ. τὰ ἐπιστάλματα αυτοκρατορικές επιστολές αρχ. 1. παραγγελία («καὶ ἀγοράζειν αὐτὸν μὲν μηδέν, ξένοις δέ ἐπιστάλματα εἰς Βυζάντιον ἁλμάδας», (Θεόφρ.) 2. αξίωμα, το οποίο παρέχει δικαιοδοσίες σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ἐπισταλμάτων — ἐπίσταλμα commission neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστάλμασιν — ἐπίσταλμα commission neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστάλματα — ἐπίσταλμα commission neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)